Dirk Bezemer*
Οι τράπεζες εμποδίζουν και ζημιώνουν την οικονομία αντί να τη βοηθούν.
Κάθε δάνειο είναι χρέος. Όταν μάλιστα δεν προσανατολίζεται σε παραγωγή
υπηρεσιών και προϊόντων, τότε τα προβλήματα διογκώνεται. Η συρρίκνωση
του τραπεζικού κλάδου, δεν είναι πλέον επιλογή.
Πολλές δυτικές οικονομίες έχουν παράλληλα μεγάλους
χρηματοοικονομικούς κλάδους και υπερβολικό λόγο ιδιωτικού χρέους προς
ΑΕΠ. Αυτό δεν είναι σύμπτωση. Κάθε δάνειο είναι χρέος,
κατά συνέπεια η ύπαρξη ενός μεγάλου χρηματοοικονομικού κλάδου
συνεπάγεται και υψηλά επίπεδα χρέους. Για παράδειγμα, στα μέσα της
δεκαετίας του 1980, τα δάνεια από βρετανικές τράπεζες προς τις
βρετανικές υπηρεσίες και τα νοικοκυριά ήταν χαμηλότερα από το ένα
τέταρτο του ΑΕΠ. Σήμερα βρίσκονται στο 130%. Εάν προστεθεί σε αυτό και ο
μη τραπεζικός δανεισμός, τότε το συνολικό ιδιωτικό χρέος βρίσκεται σε επίπεδα υπερδιπλάσια του βρετανικού ΑΕΠ.
Το χρέος δεν είναι καθόλα αρνητικό. Ο δανεισμός είναι θετικός για την ανάπτυξη εάν τα δάνεια χρησιμοποιούνται παραγωγικά, έτσι ώστε μαζί με την αύξηση του χρέους να αυξάνεται και το ΑΕΠ. Αυτό είναι χρηματοοικονομικά βιώσιμο.
Τα προβλήματα προκύπτουν όταν το χρέος αυξάνεται με ρυθμό μεγαλύτερο από την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Αυτό είθισται να συμβαίνει με το δανεισμό για ακίνητη περιουσία και άλλες αγορές αξιών, αντί για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Στη Βρετανία, ο συγκριτικός όγκος ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και του δανεισμού για ακίνητα και σε χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις τριπλασιάστηκε από το 1990 στο 98% του ΑΕΠ από 33% το 1990. Ο δανεισμός σε επιχειρήσεις εκτός χρηματοοικονομικού κλάδου βρισκόταν το 1990 στο 25% του ΑΕΠ - όσο είναι και τώρα.
Τα οικονομικά εγχειρίδια παρουσιάζουν τον τραπεζικό δανεισμό ως το λιπαντικό της οικονομίας. Η πραγματικότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Οι βρετανικές τράπεζες δανείζουν τέσσερις φορές περισσότερα στην στεγαστική και χρηματοοικονομική αγορά από ότι σε άλλες βρετανικές επιχειρήσεις. Η κατάσταση δεν διαφέρει σε άλλες οικονομικές με υπερβολικά μεγάλο τραπεζικό τομέα, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ολλανδία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο.
Το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού δανεισμού στις μέρες μας δεν δημιουργεί προστιθέμενη αξία, αλλά αστάθεια και βάρος χρέους. Είναι απλώς υπερβολικός και δεν στηρίζει την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Η έρευνα δείχνει ότι χώρες με μεγαλύτερους χρηματοοικονομικούς κλάδους έχουν λιγότερες επενδύσεις και καινοτομίες, μεγαλύτερη αστάθεια και χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Ας το συνειδητοποιήσουμε: οι τράπεζες εμποδίζουν και ζημιώνουν την οικονομία, αντί να τη βοηθούν. Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί τώρα συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου.
Οι αξιωματούχοι δεν έχουν ακόμη ενστερνιστεί αυτή τη θέση. Οι σημερινοί πολιτικοί ενηλικιώθηκαν τη δεκαετία του 1980 και 1990 και θεωρούν ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχει πολύ μεγάλος τραπεζικός τομέας. Ο Mark Carney, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, είπε τον προηγούμενο μήνα ότι «ένας ισχυρός χρηματοοικονομικός κλάδος συνεπάγεται ουσιαστικά πλεονεκτήματα». Στη συνέχεια προσέφερε στις τράπεζες πρόσβαση στα κεφάλαια της ΒοΕ σε περίπτωση που δεν έχουν επαρκή collateral. Αυτό στηρίζει τον χρηματοοικονομικό κλάδο, αλλά για την οικονομία δεν είναι τίποτα άλλο παρά προσωρινό «μπάλωμα».
Αυτό που δεν σημείωσε ο διοικητής είναι πως μεσοπρόθεσμα, η χρηματοοικονομική συρρίκνωση δεν είναι επιλογή, αλλά το μοναδικό εφικτό αποτέλεσμα. Οι τράπεζες θα αποκτήσουν προβλήματα ρευστότητας καθώς στερούνται ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού. Εάν αντιδράσουμε στηρίζοντας τις τράπεζες – ή ενισχύοντας την κρατική χρηματοδότηση προς αυτές – τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με πολυετή σχεδόν μηδενική ανάπτυξη και περιστασιακές υφέσεις. Με το χρέος σε τόσο υψηλά επίπεδα, η διαδικασία κάλλιστα θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από μία δεκαετία.
Η εναλλακτική είναι να μειωθεί τόσο το μέγεθος των χρεών όσο και το μέγεθος των τραπεζών μας. Αναγκαστικά τα δύο κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Όπως οι φούρνοι φτιάχνουν ψωμί, έτσι οι τράπεζες δημιουργούν χρέη. Δεν μπορούμε να μειώσουμε την κατανάλωση ψωμιού χωρίς να κλείσει κανένας φούρνος. Έτσι δεν μπορούμε να μειώσουμε το επίπεδο χρέους χωρίς να αποφύγουμε τη συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου. Τόσο το ψωμί όσο και ο δανεισμός είναι πολύτιμα για την κοινωνία, αλλά έχουν κόστος όταν γίνεται υπερπαραγωγή.
Μπορεί να υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά όχι έλλειψη πολιτικών και εργαλείων. Τα φορολογικά κίνητρα στις μεταφορές από τους πλούσιους γονείς της γενιάς των baby boomer προς τις νεότερες οικογένειες συμβάλουν να μειωθεί το βάρος των στεγαστικών δανείων και έτσι εξισορροπούνται τόσο οι ισολογισμοί των τραπεζών όσο και οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών. Η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας θα μπορούσε να περιλαμβάνει στην κεφαλαιακή επάρκεια μικρότερη στάθμιση του λόγου των δανείων προς τις μικρές επιχειρήσεις, όπου δημιουργούνται και οι περισσότερες θέσεις εργασίας.
Τα δημοσιονομικά κίνητρα μπορούν να κινητοποιήσουν μεγάλη δεξαμενή αχρησιμοποίητων αποταμιεύσεων σε παραγωγικό δανεισμό. Τα νέα οχήματα επενδύσεων που δίνουν ελάχιστο πραγματικό επιτόκιο (της τάξεως του 3%) δεν θα έχουν πρόβλημα να συγκεντρώσουν αποταμιεύσεις υπό τις σημερινές συνθήκες αγορών. Υπάρχουν αρκετά έργα φιλικά προς την ανάπτυξη με πολύ υψηλότερες πραγματικές αποδόσεις – όπως στην υγεία και τις μεταφορές. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι από τη δεκαετία του 1990 υποεπενδύουμε σε αυτούς και άλλους κλάδους δημοσίου κεφαλαίου.
Το ερώτημα τώρα είναι πότε - όχι εάν – θα μειώσουμε το λόγο χρέους προς ΑΕΠ: είτε μετά από πολυετή αποπληθωρισμό χρέους με ταυτόχρονη αναιμική ανάπτυξη και υψηλή ανεργία, ή με μία ελεγχόμενη συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου συγκριτικά με την οικονομία.
*Ο Dirk Bezemer είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τoυ Groningen
www.estetbroker.blogspot.com Το χρέος δεν είναι καθόλα αρνητικό. Ο δανεισμός είναι θετικός για την ανάπτυξη εάν τα δάνεια χρησιμοποιούνται παραγωγικά, έτσι ώστε μαζί με την αύξηση του χρέους να αυξάνεται και το ΑΕΠ. Αυτό είναι χρηματοοικονομικά βιώσιμο.
Τα προβλήματα προκύπτουν όταν το χρέος αυξάνεται με ρυθμό μεγαλύτερο από την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Αυτό είθισται να συμβαίνει με το δανεισμό για ακίνητη περιουσία και άλλες αγορές αξιών, αντί για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Στη Βρετανία, ο συγκριτικός όγκος ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και του δανεισμού για ακίνητα και σε χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις τριπλασιάστηκε από το 1990 στο 98% του ΑΕΠ από 33% το 1990. Ο δανεισμός σε επιχειρήσεις εκτός χρηματοοικονομικού κλάδου βρισκόταν το 1990 στο 25% του ΑΕΠ - όσο είναι και τώρα.
Τα οικονομικά εγχειρίδια παρουσιάζουν τον τραπεζικό δανεισμό ως το λιπαντικό της οικονομίας. Η πραγματικότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Οι βρετανικές τράπεζες δανείζουν τέσσερις φορές περισσότερα στην στεγαστική και χρηματοοικονομική αγορά από ότι σε άλλες βρετανικές επιχειρήσεις. Η κατάσταση δεν διαφέρει σε άλλες οικονομικές με υπερβολικά μεγάλο τραπεζικό τομέα, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ολλανδία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο.
Το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού δανεισμού στις μέρες μας δεν δημιουργεί προστιθέμενη αξία, αλλά αστάθεια και βάρος χρέους. Είναι απλώς υπερβολικός και δεν στηρίζει την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Η έρευνα δείχνει ότι χώρες με μεγαλύτερους χρηματοοικονομικούς κλάδους έχουν λιγότερες επενδύσεις και καινοτομίες, μεγαλύτερη αστάθεια και χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Ας το συνειδητοποιήσουμε: οι τράπεζες εμποδίζουν και ζημιώνουν την οικονομία, αντί να τη βοηθούν. Η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί τώρα συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου.
Οι αξιωματούχοι δεν έχουν ακόμη ενστερνιστεί αυτή τη θέση. Οι σημερινοί πολιτικοί ενηλικιώθηκαν τη δεκαετία του 1980 και 1990 και θεωρούν ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχει πολύ μεγάλος τραπεζικός τομέας. Ο Mark Carney, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, είπε τον προηγούμενο μήνα ότι «ένας ισχυρός χρηματοοικονομικός κλάδος συνεπάγεται ουσιαστικά πλεονεκτήματα». Στη συνέχεια προσέφερε στις τράπεζες πρόσβαση στα κεφάλαια της ΒοΕ σε περίπτωση που δεν έχουν επαρκή collateral. Αυτό στηρίζει τον χρηματοοικονομικό κλάδο, αλλά για την οικονομία δεν είναι τίποτα άλλο παρά προσωρινό «μπάλωμα».
Αυτό που δεν σημείωσε ο διοικητής είναι πως μεσοπρόθεσμα, η χρηματοοικονομική συρρίκνωση δεν είναι επιλογή, αλλά το μοναδικό εφικτό αποτέλεσμα. Οι τράπεζες θα αποκτήσουν προβλήματα ρευστότητας καθώς στερούνται ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού. Εάν αντιδράσουμε στηρίζοντας τις τράπεζες – ή ενισχύοντας την κρατική χρηματοδότηση προς αυτές – τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με πολυετή σχεδόν μηδενική ανάπτυξη και περιστασιακές υφέσεις. Με το χρέος σε τόσο υψηλά επίπεδα, η διαδικασία κάλλιστα θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από μία δεκαετία.
Η εναλλακτική είναι να μειωθεί τόσο το μέγεθος των χρεών όσο και το μέγεθος των τραπεζών μας. Αναγκαστικά τα δύο κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Όπως οι φούρνοι φτιάχνουν ψωμί, έτσι οι τράπεζες δημιουργούν χρέη. Δεν μπορούμε να μειώσουμε την κατανάλωση ψωμιού χωρίς να κλείσει κανένας φούρνος. Έτσι δεν μπορούμε να μειώσουμε το επίπεδο χρέους χωρίς να αποφύγουμε τη συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου. Τόσο το ψωμί όσο και ο δανεισμός είναι πολύτιμα για την κοινωνία, αλλά έχουν κόστος όταν γίνεται υπερπαραγωγή.
Μπορεί να υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά όχι έλλειψη πολιτικών και εργαλείων. Τα φορολογικά κίνητρα στις μεταφορές από τους πλούσιους γονείς της γενιάς των baby boomer προς τις νεότερες οικογένειες συμβάλουν να μειωθεί το βάρος των στεγαστικών δανείων και έτσι εξισορροπούνται τόσο οι ισολογισμοί των τραπεζών όσο και οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών. Η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας θα μπορούσε να περιλαμβάνει στην κεφαλαιακή επάρκεια μικρότερη στάθμιση του λόγου των δανείων προς τις μικρές επιχειρήσεις, όπου δημιουργούνται και οι περισσότερες θέσεις εργασίας.
Τα δημοσιονομικά κίνητρα μπορούν να κινητοποιήσουν μεγάλη δεξαμενή αχρησιμοποίητων αποταμιεύσεων σε παραγωγικό δανεισμό. Τα νέα οχήματα επενδύσεων που δίνουν ελάχιστο πραγματικό επιτόκιο (της τάξεως του 3%) δεν θα έχουν πρόβλημα να συγκεντρώσουν αποταμιεύσεις υπό τις σημερινές συνθήκες αγορών. Υπάρχουν αρκετά έργα φιλικά προς την ανάπτυξη με πολύ υψηλότερες πραγματικές αποδόσεις – όπως στην υγεία και τις μεταφορές. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι από τη δεκαετία του 1990 υποεπενδύουμε σε αυτούς και άλλους κλάδους δημοσίου κεφαλαίου.
Το ερώτημα τώρα είναι πότε - όχι εάν – θα μειώσουμε το λόγο χρέους προς ΑΕΠ: είτε μετά από πολυετή αποπληθωρισμό χρέους με ταυτόχρονη αναιμική ανάπτυξη και υψηλή ανεργία, ή με μία ελεγχόμενη συρρίκνωση του χρηματοοικονομικού κλάδου συγκριτικά με την οικονομία.
*Ο Dirk Bezemer είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τoυ Groningen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου