Marcel Fratzscher*
*Τα σχόλια δημοσιέυονται άκριτα με την προυπόθεση ότι είναι κόσμια και διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ των αναγνωστών.
Η κριτική για το γερμανικό πλεόνασμα αποπροσανατολίζει από το
πραγματικό πρόβλημα. Οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται απότομα στη
Γερμανία από τη δεκαετία του 1990. Ποιες είναι οι αιτίες και οι κίνδυνοι
για το Βερολίνο και την ευρωζώνη.
Η Γερμανία δέχεται επιθέσεις από την αμερικανική κυβέρνηση, το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το τεράστιο
πλεόνασμα που καταγράφει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η κριτική
είναι σωστή, αλλά για τον λάθος λόγο. Το πλεόνασμα είναι μεν υπερβολικό,
όμως η κατηγορία ότι πλήττει την Ευρώπη είναι απλή ανοησία.
Ακόμη χειρότερα, αποπροσανατολίζει τους Γερμανούς αξιωματούχους από την
πραγματική αιτία του εθνικού πλεονάσματος και την αχίλλειο πτέρνα της
εθνικής οικονομίας: το τεράστιο κενό στις ιδιωτικές επενδύσεις.
Η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας ήταν οργισμένη γιατί θεώρησε ότι η επίθεση αφορά το επιτυχημένο μοντέλο εξαγωγών της. Ο κίνδυνος είναι πως η χώρα μπορεί να γίνει ακόμη πιο εσωστρεφής καθώς πιστεύει πως ό,τι είναι καλό για την Ευρώπη είναι κακό για την ίδια. Αυτό αποδεικνύεται και από την κριτική που άσκησε η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την απόφασή της να μειώσει τα επιτόκια, κίνηση που για ορισμένους δεν είναι προς το γερμανικό συμφέρον.
Το μεγαλύτερο λάθος σε αυτήν την κριτική που δέχεται τώρα η χώρα είναι πως προϋποθέτει ότι το διεθνές εμπόριο είναι παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος. Στην πράξη, οι γερμανικές εξαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού και εργαλείων εκτινάχθηκαν μετά την κρίση του 2008-09. Όχι μόνο δεν εμπόδισαν την προσαρμογή της ευρωζώνης, αλλά έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια ανάκαμψη.
Το πλεόνασμα είναι σύμπτωμα μιας εντεινόμενης διαρθρωτικής αδυναμίας της χώρας. Παρά την επιτυχία που έχει καταγράψει στη μείωση της ανεργίας, η ανάπτυξη από το 1999 είναι αναιμική, οι πραγματικοί μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι, η παραγωγικότητα των εργαζομένων είναι κάτω του μέσου όρου, ενώ πολλές από τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ήταν προσωρινές. Παράλληλα, ο καθαρός πλούτος του κράτους έχει μειωθεί απότομα.
Η βασική αιτία είναι το μεγάλο κενό στις επενδύσεις. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ της Γερμανίας είναι ένας από τους χαμηλότερους μεταξύ των βιομηχανοποιημένων χωρών. Επίσης μειώνεται απότομα από 23% κατά τη δεκαετία του 1990 σε λιγότερο από 17% σήμερα. Έρευνα του DIW στο Βερολίνο υπολογίζει ότι το κενό επενδύσεων στη Γερμανία ετησίως αγγίζει το 3%, ή 80 δισ. ευρώ, μειώνοντας τη δυνητική ανάπτυξη από 1,6% σε 1%. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Η αιτία αυτού του παράδοξου είναι ένα μίγμα κακής τύχης και κακής πολιτικής. Ο ιδιαίτερα επιτυχημένος εξαγωγικός κλάδος της επενδύει όλο και περισσότερο στο εξωτερικό παρά στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό έχει νόημα για τις επιχειρήσεις που θέλουν να αποκτήσουν πρόσβαση στις ξένες αγορές και να διαφοροποιήσουν τους κινδύνους, αλλά εξελίσσεται σε πολύ δυσάρεστη κατάσταση για την εθνική οικονομία.
Οι χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις αντικατοπτρίζουν επίσης τη φτωχή εγχώρια οικονομική πολιτική. Κατά πρώτον, παίζει ρόλο το αβέβαιο ρυθμιστικό περιβάλλον, όπως αποδεικνύεται από τις χαμηλές επενδύσεις που καταγράφονται στον ενεργειακό χώρο, ενώ η στροφή της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας απαιτεί νέες ετήσιες επενδύσεις 30 - 40 δισ. ευρώ. Οι γερμανικοί ασφαλιστικοί όμιλοι έχουν τεράστια ρευστότητα και αναζητούν απεγνωσμένα τοποθετήσεις με αποδόσεις, αλλά διστάζουν να τοποθετηθούν στον ενεργειακό κλάδο λόγω της αβεβαιότητας για το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Κατά δεύτερον, το φορολογικό σύστημα θα πρέπει να γίνει πιο ευνοϊκό για τις επενδύσεις, δίνοντας για παράδειγμα φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις και καταργώντας τις περιττές επιδοτήσεις. Ένα τρίτο κρίσιμο σημείο είναι η αγορά εργασίας όπου οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται ότι υπάρχει πλεονάζουσα ζήτηση για εξειδικευμένους εργαζόμενους στον μηχανολογικό κλάδο και στους προγραμματιστές. Μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να βοηθήσει ένα καλύτερο και πιο ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα. Μεσοπρόθεσμα, θα βοηθούσε η πιο ανοιχτή μεταναστευτική πολιτική.
Τέλος, υπήρξε σημαντική υποχώρηση της επιχειρηματικότητας, εν μέρει επειδή μειώθηκαν τα οικονομικά κίνητρα, παρότι τέτοιου τύπου δραστηριότητες είναι κρίσιμες για την καινοτομία, τις επενδύσεις και τελικώς για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ανάπτυξης.
Κανένα από αυτά τα θέματα, όμως, δεν βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού, οι οποίες έχουν επικεντρωθεί στην αναδιανομή. Δεν είναι αυτή η λύση στο κενό των επενδύσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι προσεκτική εξισορρόπηση ανάμεσα στις πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης και στις πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα της εργασίας μέσω μεγαλύτερων κεφαλαιουχικών επενδύσεων και του ανταγωνισμού.
Η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση είναι να μειωθεί το επενδυτικό κενό. Είναι ομολογουμένως δελεαστικό να κάνει κάποιος τα στραβά μάτια, καθώς τα οικονομικά πλεονεκτήματα θα φανούν μετά από χρόνια. Είναι κρίσιμο για την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την ευημερία, όμως, να ληφθούν τέτοιες ενέργειες. Έτσι θα μειωθεί και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξάνοντας τις εισαγωγές και στηρίζοντας την Ευρώπη να βγει από την κρίση. Εάν η Γερμανία δεν κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, τότε οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τρομακτικές.
Η Γερμανία έχει καταφέρει να εξελιχθεί στην πιο ανθεκτική οικονομία της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία. Η κατάσταση, όμως, μπορεί να ανατραπεί γρήγορα.
*Ο Marcel Fratzscher είναι επικεφαλής του ερευνητικού ινστιτούτου DIW στο Βερολίνο.
www.estetbroker.blogspot.comΗ πρώτη αντίδραση της Γερμανίας ήταν οργισμένη γιατί θεώρησε ότι η επίθεση αφορά το επιτυχημένο μοντέλο εξαγωγών της. Ο κίνδυνος είναι πως η χώρα μπορεί να γίνει ακόμη πιο εσωστρεφής καθώς πιστεύει πως ό,τι είναι καλό για την Ευρώπη είναι κακό για την ίδια. Αυτό αποδεικνύεται και από την κριτική που άσκησε η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την απόφασή της να μειώσει τα επιτόκια, κίνηση που για ορισμένους δεν είναι προς το γερμανικό συμφέρον.
Το μεγαλύτερο λάθος σε αυτήν την κριτική που δέχεται τώρα η χώρα είναι πως προϋποθέτει ότι το διεθνές εμπόριο είναι παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος. Στην πράξη, οι γερμανικές εξαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού και εργαλείων εκτινάχθηκαν μετά την κρίση του 2008-09. Όχι μόνο δεν εμπόδισαν την προσαρμογή της ευρωζώνης, αλλά έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια ανάκαμψη.
Το πλεόνασμα είναι σύμπτωμα μιας εντεινόμενης διαρθρωτικής αδυναμίας της χώρας. Παρά την επιτυχία που έχει καταγράψει στη μείωση της ανεργίας, η ανάπτυξη από το 1999 είναι αναιμική, οι πραγματικοί μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι, η παραγωγικότητα των εργαζομένων είναι κάτω του μέσου όρου, ενώ πολλές από τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ήταν προσωρινές. Παράλληλα, ο καθαρός πλούτος του κράτους έχει μειωθεί απότομα.
Η βασική αιτία είναι το μεγάλο κενό στις επενδύσεις. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ της Γερμανίας είναι ένας από τους χαμηλότερους μεταξύ των βιομηχανοποιημένων χωρών. Επίσης μειώνεται απότομα από 23% κατά τη δεκαετία του 1990 σε λιγότερο από 17% σήμερα. Έρευνα του DIW στο Βερολίνο υπολογίζει ότι το κενό επενδύσεων στη Γερμανία ετησίως αγγίζει το 3%, ή 80 δισ. ευρώ, μειώνοντας τη δυνητική ανάπτυξη από 1,6% σε 1%. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Η αιτία αυτού του παράδοξου είναι ένα μίγμα κακής τύχης και κακής πολιτικής. Ο ιδιαίτερα επιτυχημένος εξαγωγικός κλάδος της επενδύει όλο και περισσότερο στο εξωτερικό παρά στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό έχει νόημα για τις επιχειρήσεις που θέλουν να αποκτήσουν πρόσβαση στις ξένες αγορές και να διαφοροποιήσουν τους κινδύνους, αλλά εξελίσσεται σε πολύ δυσάρεστη κατάσταση για την εθνική οικονομία.
Οι χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις αντικατοπτρίζουν επίσης τη φτωχή εγχώρια οικονομική πολιτική. Κατά πρώτον, παίζει ρόλο το αβέβαιο ρυθμιστικό περιβάλλον, όπως αποδεικνύεται από τις χαμηλές επενδύσεις που καταγράφονται στον ενεργειακό χώρο, ενώ η στροφή της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας απαιτεί νέες ετήσιες επενδύσεις 30 - 40 δισ. ευρώ. Οι γερμανικοί ασφαλιστικοί όμιλοι έχουν τεράστια ρευστότητα και αναζητούν απεγνωσμένα τοποθετήσεις με αποδόσεις, αλλά διστάζουν να τοποθετηθούν στον ενεργειακό κλάδο λόγω της αβεβαιότητας για το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Κατά δεύτερον, το φορολογικό σύστημα θα πρέπει να γίνει πιο ευνοϊκό για τις επενδύσεις, δίνοντας για παράδειγμα φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις και καταργώντας τις περιττές επιδοτήσεις. Ένα τρίτο κρίσιμο σημείο είναι η αγορά εργασίας όπου οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται ότι υπάρχει πλεονάζουσα ζήτηση για εξειδικευμένους εργαζόμενους στον μηχανολογικό κλάδο και στους προγραμματιστές. Μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να βοηθήσει ένα καλύτερο και πιο ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα. Μεσοπρόθεσμα, θα βοηθούσε η πιο ανοιχτή μεταναστευτική πολιτική.
Τέλος, υπήρξε σημαντική υποχώρηση της επιχειρηματικότητας, εν μέρει επειδή μειώθηκαν τα οικονομικά κίνητρα, παρότι τέτοιου τύπου δραστηριότητες είναι κρίσιμες για την καινοτομία, τις επενδύσεις και τελικώς για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ανάπτυξης.
Κανένα από αυτά τα θέματα, όμως, δεν βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού, οι οποίες έχουν επικεντρωθεί στην αναδιανομή. Δεν είναι αυτή η λύση στο κενό των επενδύσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι προσεκτική εξισορρόπηση ανάμεσα στις πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης και στις πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα της εργασίας μέσω μεγαλύτερων κεφαλαιουχικών επενδύσεων και του ανταγωνισμού.
Η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση είναι να μειωθεί το επενδυτικό κενό. Είναι ομολογουμένως δελεαστικό να κάνει κάποιος τα στραβά μάτια, καθώς τα οικονομικά πλεονεκτήματα θα φανούν μετά από χρόνια. Είναι κρίσιμο για την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την ευημερία, όμως, να ληφθούν τέτοιες ενέργειες. Έτσι θα μειωθεί και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξάνοντας τις εισαγωγές και στηρίζοντας την Ευρώπη να βγει από την κρίση. Εάν η Γερμανία δεν κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, τότε οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τρομακτικές.
Η Γερμανία έχει καταφέρει να εξελιχθεί στην πιο ανθεκτική οικονομία της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία. Η κατάσταση, όμως, μπορεί να ανατραπεί γρήγορα.
*Ο Marcel Fratzscher είναι επικεφαλής του ερευνητικού ινστιτούτου DIW στο Βερολίνο.
*Τα σχόλια δημοσιέυονται άκριτα με την προυπόθεση ότι είναι κόσμια και διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ των αναγνωστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου