ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Κατεβάστε την και τυπώστε την
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ (καθύλην και κατά τόπον
αρμοδίου δικαστηρίου )
ΑΝΑΚΟΠΗ Του................................................................................κατοίκου................................................Διεύθυνση
κατοικίας.............................................................................................................
ΚΑΤΑ
1) Της (τράπεζα)......................................................................................2) Κατά της υπ αριθμ..............................
διαταγής πληρωμής (Περιγράφετε σε
λίγες γραμμές το ιστορικό της υπόθεσης)
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ
1 ) Άρνηση
της αίτησης.
2) Ένσταση
ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι :
α) Όταν ο δανειστής παραλείπει να προκαλέσει
την δημιουργία τίτλου για την εγγραφή προσημείωσης, η νομολογία έκρινε, ότι
εφόσον μπορεί εύκολα να αποκτήσει τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης
με διαταγή πληρωμής, στερείται εννόμου συμφέροντος
να υποβάλει αίτηση για έκδοση απόφασης προς εγγραφή προσημείωσης
υποθήκης (Μον Πρωτ Κατερίνης 17/1973, Ελλ Δνη 1974).
β) Εξάλλου, μου κατά το άρθρο 724 παρ. 1 του
ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής καθιερώνεται ως τίτλος για την εγγραφή προσημείωσης
υποθήκης, δίχως την διαμεσολάβηση οποιασδήποτε δικαστικής κρίσης και δίχως την
τήρηση οποιασδήποτε προδικασίας.
γ) Σε περίπτωση μερικής εξόφλησης ή μερικής
ανυπαρξίας της οφειλής γίνεται αντίστοιχος περιορισμός του ποσού, για το οποίο
μπορεί να εγγραφεί προσημείωση
3) Αβέβαιες
και μη εκκαθαρισμένες οι προβαλλόμενες απαιτήσεις της αιτούσας. Η αιτούσα
δεν επεδίωξε και δεν εξέδωσε διαταγή πληρωμής, ούτε ήγηρε αγωγή (για
οποιαδήποτε αιτία, όπως από τις δανειακές συμβάσεις άλλως για αδικαιολόγητο
πλουτισμό κλπ), ώστε να εκτεθούν στη δικαστική βάσανο τα ζητήματα:
1. Της νομίμου υποστάσεως των απαιτήσεών της,
2. του νομίμου ή όχι ύψους των απαιτήσεων
αυτών αλλά και
3. Της νομίμου ή όχι διαδικασίας διαμόρφωσης
του ύψους των απαιτήσεων αυτών, δυνάμει των φερόμενων ως συμπεφωνημένων Γενικών
Όρων των Συναλλαγών.
4) Ένσταση
μερικής ανυπαρξίας της οφειλής και εν πάση περιπτώσει μη αναγνωρίσεως του ύψους
της οφειλής ,ιδία δε ενόψει του γεγονότος, ότι δυνάμει των αποσπασμάτων των
εμπορικών βιβλίων της αντιδίκου τράπεζας
και με την ρητή επιφύλαξή μου περί της ήδη κριθείσας ακυρότητας της επικλήσεως
των εν λόγω λογιστικών στοιχείων επί σκοπώ αποδείξεως του ύψους της απαιτήσεως
της αντιδίκου, όπως αυτή θα αναφερθεί
κατωτέρω ,τα οποία, πάντως, δεν ενσωματώνονται στην υπό κρίση αίτηση.
Από τα
αναφερόμενα στην αίτηση στοιχεία, δεν αναφέρεται πουθενά το συνολικό ποσό που έχω καταβάλει προς απόσβεση των απαιτήσεων
της αιτούσας κατά τρόπο εντελώς αντισυμβατικό και
παράνομο, ενώ ταυτόχρονα η αντίδικος παραβλέπει όλες τις μέχρι τώρα καταβολές
μου και εισάγει προδήλως παράνομο αίτημα, προς δήθεν εξασφάλιση της
υποτιθέμενης απαιτήσεως της, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό ……% το συνόλου των
αρχικών της χορηγήσεων.
Συνεπώς η αντίδικος ,καταχρηστικά, άκυρα και παράνομα επιδιώκει να επιβάλλει σε βάρος μου ασφαλιστικό
μέτρο το οποίο δεν δικαιολογείται
από πουθενά!
5) Ένσταση
μερικής εμμέσου εξοφλήσεως Ήδη, από το έτος 2009, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν χορηγήσει προς τις
τράπεζες, άνευ οποιασδήποτε νομίμου αιτίας και σύμφωνα με
τις σχετικές ειλημμένες και ήδη εφαρμοζόμενες πολιτικές αποφάσεις, για «την
ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών» τεράστια
χρηματικά ποσά και εγγυήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Έτσι, μέχρι τώρα, έχει χορηγηθεί από το ελληνικό δημόσιο, δηλαδή από χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων και συγκεκριμένα από τα κατά προσέγγιση 14 εκατ. ΑΦΜ των
φορολογούμενων φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία κατοικούν, διαβιούν, ή
εδρεύουν στη χώρα ρευστότητα και εγγυήσεις συνολικού ύψους 170 δισ. ευρώ.
Περαιτέρω, δυνάμει των σχετικών εκθέσεων της Τράπεζας της Ελλάδας, το σύνολο
της δανειοδότησης των Ελλήνων πολιτών ανέρχεται στο ύψος
των 223 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ώστε,
εξ όλων των ανωτέρω ,προκύπτει κατά τρόπο απολύτως
αποδεδειγμένο, ότι άμεσα ή έμμεσα κάθε Έλληνας φορολογούμενος πολίτης ,φυσικό ή
νομικό πρόσωπο, έχει ήδη καταβάλει, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού προς τις
τράπεζες, άνευ οποιασδήποτε νομίμου αιτίας, ποσό ικανό να αποσβέσει τουλάχιστον
το 75% των δανειακών απαιτήσεών όλων των Ελλήνων πολιτών, καθώς και των νομικών
προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία εδρεύουν στη χώρα και υπόκεινται στο
φορολογικό της σύστημα. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι δικαιούμαι να αξιώνω, από το
αξιότιμο Δικαστήριό Σας, να με απαλλάξει από το ποσό του δανείου, το οποίο κατά
το μέτρο που μου αναλογεί, έχω ήδη καταβάλει ως Έλληνας φορολογούμενος, προς το
σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων και επί σκοπώ της διασώσεως τους από τη
χρεοκοπία τους και την κατάρρευσή
τους.
6) Ένσταση
388ΑΚ Δυνάμει της ανωτέρω
διατάξεως, το περιστατικό πρέπει να είναι αντικειμενικά, με βάση την καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη, ουσιώδες, ενόψει του είδους, του περιεχομένου και του
σκοπού της σύμβασης (αντικειμενικό κριτήριο). Τα
θεμελιώδη περιστατικά μπορεί να είναι γενικά, δηλαδή να αφορούν κάθε όμοια σύμβαση (π.χ. νομοθετική και νομισματική σταθερότητα - ΑΠ 598/1992, ΑΠ
678/1996 - ο τιμάριθμος, η ειρήνη ,οι
συνήθεις καιρικές συνθήκες, οι συνθήκες της αγοράς). Η μεταβολή των συνθηκών
εκδηλώνεται στην πράξη υπό δυο κυρίως μορφές: Είτε α) ως αύξηση των
προϋπολογισθέντων εξόδων παραγωγής ή προμήθειας ή εκτέλεσης της παροχής για τον
οφειλέτη (π.χ. λόγω αύξησης της αξίας των πρώτων υλών για την κατασκευή του
πωλούμενου πράγματος), είτε β) ως μείωση της πραγματικής αξίας της
προσδοκώμενης από τον δανειστή προσόδου, δηλαδή συνήθως της χρηματικής
αντιπαροχής (π.χ. λόγω υποτίμησης του νομίσματος). Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η
μεταβολή των συνθηκών πρέπει να έλαβε χώρα μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Η μεταγενέστερη
μεταβολή των συνθηκών πρέπει να οφείλεται σε «λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν
μπορούσαν να προβλεφθούν».
Έκτακτοι νέοι λόγοι που δεν επέρχονται κατά
την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα,
φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά (ΑΠ
1171/2004,ΑΠ 678/1097, ΑΠ 1138/1990) και ενδεικτικά
αναφερόμενες περιστάσεις είναι πόλεμοι, επαναστάσεις ,θεομηνίες, επιδημίες, η
υποτίμηση του νομίσματος που ξεπερνά τις συνηθισμένες νομισματικές διακυμάνσεις
,αιφνίδια αύξηση του τιμαρίθμου, απαγόρευση εξαγωγών, προφανώς τα Μνημόνια και
οι συνακόλουθες Δανειακές Συμβάσεις κ.λπ. Το έκτακτο κρίνεται αντικειμενικά. Τα γεγονότα αυτά πρέπει να είναι, επιπλέον ,απρόβλεπτα
για τους συμβαλλόμενους κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σύμφωνα με τους
κανόνες της συνήθους επιμέλειας, δηλαδή, δεν απαιτείται τα γεγονότα να
χαρακτηριστούν ως ανωτέρα βία.
Η επέμβαση του δικαστή στη σύμβαση κατά το ΑΚ
388 προϋποθέτει, ότι η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών προκάλεσε αιτιωδώς την
υπέρμετρη επάχθεια της παροχής του
οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής.
Αν η εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη
καθίσταται δυσβάστακτη για αυτόν, σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη σύμφωνα
με τις σύστοιχες αρχές της καλής πίστης και της επιείκειας, επιβάλλεται η
αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης (Μ Πρωτ Καβ 20/2001). Η συνδρομή των ανωτέρω
προϋποθέσεων γεννά, κατά την ΑΚ 388, διαπλαστικό δικαίωμα
του θιγόμενου από την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών
οφειλέτη, να ζητήσει από το δικαστήριο την αναπροσαρμογή ή τη λύση της σύμβασης. Σύμφωνα με τη διάταξη, η
αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης προϋποθέτει την έκδοση
διαπλαστικής δικαστικής απόφασης.
Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό
του δικαίωμα, είτε με διαπλαστική αγωγή ή ανταγωγή είτε κατ’ ένσταση, δηλαδή με
αυτοτελή αμυντικό ισχυρισμό κατά της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση
της υποχρέωσης του από τη σύμβαση η καταδίκη του στην οφειλόμενη συμβατική
παροχή.
Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία, θέση, η
ευδοκίμηση της ένστασης έχει ως αποτέλεσμα μόνο την ολική ή μερική απόρριψη της
αγωγής.
7) Ένσταση
παραβίασης της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.)
η οποία θεμελιώνεται ευχερώς από την ίδια την υπό κρίση αίτηση
η οποία για εικαζόμενη συνολική απαίτηση ύψους ………………… ευρώ επιδιώκει και ζητά
την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτου μου, το οποίο έχει πολλαπλάσια
εμπορική αξία και για ποσό το οποίο ουδόλως νομιμοποιείται, ήτοι για το ποσό
των………………… ευρώ.
Ώστε, εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει, ότι το μέτρο της εγγραφής
της προσημείωση ςυποθήκης στο ακίνητο μου δεν είναι ούτε πρόσφορο, ούτε ικανό,
ούτε stricto sensu ανάλογο, ώστε να εξυπηρετήσει
την ανάγκη παροχής ασφάλειας, επί της χορηγηθείσας πιστώσεως αλλά εξυπηρετεί
άλλως άδηλους και σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικούς και παρανόμους σκοπούς της
αντιδίκου.
Αντίθετα, μέτρο το οποίο θα ανταποκρινόταν την
συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας εφαρμοζόμενο ad hoc θα ήταν η
αντίδικος να αποδεχθεί συναινετικό συμβιβασμό επί των των φερόμενων ως
δανειακών μου υπολοίπων ,είτε επί τη βάση του Ν 3816/2010 (όσον αφορά τους
ελεύθερους επαγγελματίες) είτε επί τη βάση του Ν3869/2010 (όσον αφορά τα
υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, που δεν διαθέτουν την πτωχευτική ικανότητα
8) Ένσταση
καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), η οποία στοιχειοθετείται
ευχερώς από το όλο περιεχόμενο της υπό κρίση αιτήσεως και ιδίως, επειδή η
αιτούσα από δικές της πράξεις ή και παραλείψεις ,προκειμένου να εξασφαλίσει για
τον εαυτό της ευνοϊκές ρυθμίσεις περί τόκων και ανατοκισμού και με προδήλως παράνομο
και αντισυμβατικό τρόπο, πολλαπλασίασε τοκογλυφικά τις
απαιτήσεις της έναντι εμού, πλην όμως εγώ συνεβλήθην μαζί της επί τη βάση της καλής
πίστεως και της αρχής της εμπιστοσύνης και ουδέποτε μπορούσα να φανταστώ, ότι
τώρα θα βρισκόμουν ενώπιόν Σας, ως δήθεν
αφερέγγυα (πράγμα το οποίο ουδέποτε προηγουμένως η Τράπεζα είχε αναφέρει για εμένα
όταν αναλάμβανε τον ηθικό κίνδυνο της χορήγησης των πιστώσεων προς εμένα) και
επιδιώκοντας τώρα να εξασφαλιστεί, όπως ισχυρίζεται, με το μοναδικό περιουσιακό
μου στοιχείο, που τυγχάνει να είναι και η κύρια και μοναδική κατοικία μου.
Εξάλλου, η περιουσιακή μου κατάσταση δεν
μετεβλήθη όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς είναι δυνατό, λοιπόν, όταν λάμβανα
τις πιστώσεις, να ήμουν αυξημένης περιουσιακής κατάστασης
και τώρα, ξαφνικά, να κατέστην …μειωμένης
περιουσιακής κατάστασης, ώστε να χρειάζεται η απαίτηση της αιτούσας εξασφάλιση;
9) ΛΟΓΟΙ
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ
ΔΑΝΕΙΑΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΑΒΕΒΑΙΗ,ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ :Από τον συνδυασμό των
διατάξεων του ΑΚ, του Νόμου «περί προστασίας του καταναλωτή» (Ν 2251/1994), των
ειδικότερων Νομοθετικών ρυθμίσεων και κανονιστικών πράξεων (όπως αναφέρονται
αναλυτικά παρακάτω) όπως επίσης και της έχουσας υπερνομοθετική ισχύ οδηγίας
93/13/ΕΟΚ, έχουν κριθεί καταχρηστικοί γενικοί όροι των συναλλαγών, ενδεικτικώς αναφερομένων των ακόλουθων:
α) Περί εισπράξεως εξόδων εξέτασης αιτήματος
δανειοδοτούμενου και προέγκρισης δανείου (ΠολΠρωτΑθ961/2007),
β) περί προεισπράξεως εξόδων διαχείρισης του προεγκριθέντος δανείου (ΕφΑθ 5253/2003)
γ) περί υπολογισμού των τόκων επί ετησίας
βάσεως 360 μόνο ημερών και όχι 365 (ΑΠ 430 / 2005),
δ) περί δικαιώματος, μονομερούς
μεταβολής του επιτοκίου (Εφ Αθ 5253/2003)
ε) περί πιστώσεως του δανείου σε λογαριασμό
του πελάτη και αμέσου εκτοκισμού πριν από την εκταμίευση (Πολ ΠρωτΑθ 771/2007),
στ) περί πλήρους αποδεικτικής ισχύος του
αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας ως προς την κίνηση του
λογαριασμού (ΕφΑθ 1558/2007) –
ζ) περί εισπράξεως αποζημιώσεως σε περίπτωση
πρόωρης αποπληρωμής (ΑΠ 430/2005)στ) περί διαμορφώσεως επιτοκίου υπερβαίνοντος
τα ανώτατα εξωτραπεζικά επιτόκια, όπως αυτά ρυθμίζονται από κανονιστικές
διοικητικές πράξεις (ΑΠ 1219/2001)
η) περί ανατοκισμού των τόκων σε χρονικό
διάστημα μικρότερο του εξαμήνου
(ΑΠ 8/1998, ΑΠ 9/1998, ΕφΠατρ143/2008)
Οι ανωτέρω υπό στοιχεία …………………
περιλαμβάνονται αυτούσιοι στις δανειακές μου συμβάσεις, όπως, άλλωστε και η
αιτούσα ομολογεί στην υπό κρίση αίτησή της. Εξάλλου, καθαυτές οι δανειακές
συμβάσεις δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο της αιτήσεως, ώστε είναι αδύνατο για
το Δικαστήριό Σας να διαπιστώσει, δυνάμει διατάξεων δημοσίας τάξεως, εάν
οι δήθεν οφειλές μου διαμορφώθηκαν από την λειτουργία τέτοιων παράνομων και καταχρηστικών όρων. Πέραν του συντρέχοντος
δικονομικού ζητήματος της αοριστίας της υπό κρίση αιτήσεως,
λοιπόν, που γεννάται εξαιτίας αυτού του λόγου, η αίτηση καθίσταται και αδύνατη
προς Δικαστική εκτίμηση, τουλάχιστο κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ασφάλεια
Δικαίου.
10) Παράνομη
μετακύλιση της εισφοράς του νόμου 128 / 1975 σε εμένα, ως
δανειολήπτη. Όπως ρητά έχει προβλέψει ο νομοθέτης η
εισφορά του νόμου 128/1975 συνιστά δημοσιονομικό βάρος της
τράπεζας, έναντι των πιστώσεων που παρέχει στο κοινωνικό σύνολο και από τις οποίες κερδοσκοπεί.
Το βάρος τούτο ασφαλώς δεν μπορεί να μετατεθεί τυπικά σε άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή μόνον τυπικός νόμος και όχι
σύμβαση μπορεί να επιβάλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες (άρθρο 70Σ)
και επειδή, ούτως ή άλλως, η κατά κυριολεξία μετάθεση θα σήμαινε τουλάχιστον
καταστρατήγηση του νόμου που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο την εισφορά.
Εξάλλου, ο τραπεζικός πελάτης, ουδέποτε καταβάλλει εισφορά, αλλά τόκους επί τη
βάσει συγκεκριμένου επιτοκίου. Η διάκριση αυτή έχει, καταρχήν, ως συνέπεια ότι, όταν το συμφωνημένο επιτόκιο
βρίσκεται στο ανώτατο επιτρεπόμενο - διοικητικά καθορισμένο ή άλλως πως
προκύπτον- όριο, η προσθήκη σ’ αυτό της εισφοράς, λογιζόμενη ως τόκος, κατά την
ΑΚ 253, και συνιστώντας υπέρβαση του θεμιτού ορίου, θα επιφέρει ακυρότητα της
υπέρβασης (ΑΚ 294) και θα αποτελεί τοκογλυφία. Έπειτα, η χωριστή επιβάρυνση του
πιστολήπτη και με επιτόκιο και εισφορά, δημιουργώντας του πεπλανημένη αντίληψη περί
των βαρών του, είναι πράγματι δυνατόν να θεωρηθεί, ως καταχρηστική συμπεριφορά
της τράπεζας και καταχρηστικός ΓΟΣ, επειδή πλήττει την
οφειλόμενη διαφάνεια στη σχέση, μη προσδιορίζοντας με τρόπο ορισμένο και σαφή την παροχή του πιστολήπτη ιδίως, την αιτία της.
11) Αποδεδειγμένη
τοκογλυφία της αντιδίκου Με τον νόμο 876/1979
(άρθρο 15 παρ. 5) ο ορίστηκε ότι το ποσοστό
(επιτόκιο) του νομίμου η από υπερημερία τόκου και το ανώτατο όριο του
δικαιοπρακτικού τόκου ορίζονται κάθε φορά με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ),
μετά από πρόταση της νομισματικής επιτροπής. Επιπλέον, τα εξωτραπεζικά επιτόκια, που προσδιορίζονταν με
αναφορά σε επιτόκια, που καθόριζε για τις συναλλαγές της η Τράπεζα της Ελλάδας,
προσδιορίζονται, πλέον, σήμερα - μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου2842/2000, ήτοι
από 1/1/2001 - με αναφορά στα αντίστοιχα επιτόκια μειώνουν τα καθορίζει εφεξής
η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα μου.
Ωστόσο,
οι αρμόδιες αρχές - το υπουργικό συμβούλιο, με πράξεις
του - διατηρούν τη δυνατότητα να ορίζουν άλλη βάση προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Τα τραπεζικά επιτόκια, ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού
που δεν μπορούν παρά να αντικατοπτρίζουν την από πλευράς κοινωνικής συνθήκης αποδεκτή αναλογία μεταξύ παροχής της τράπεζας και
αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη ,όταν διαμορφώνονται, όπως πράγματι επιδιώκεται, σε επίπεδα κατώτερα των
εξωτραπεζικών (έτσι και Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 716/2005).
Τα εξωτραπεζικά επιτόκια από το άλλο μέρος
αποτελούν σαφή όρια ανοικτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας,
στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας, που παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν γι’ αυτό και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, όταν αυτές παρά τις
ανταγωνιστικές πιέσεις διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια.
Οικονομικά, κυρίως,
δεδομένα, όπως η ύπαρξη και εκτός του πληθωρισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στην χρηματαγορά, η οικονομική και άλλοι κίνδυνοι κ.λπ. αποτελούν τις
σαφέστερες ενδείξεις του πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον ύψους
επιτρεπτού τόκου σε κάθε είδους, συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες
νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των
εξωτραπεζικών επιτοκίων δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις μικρότερες σε έκταση
και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν, για μείζονα λόγο, να της
ανεχθούν στις τραπεζικές. Η οικονομική ελευθερία βρίσκει, λοιπόν, τα όρια της
σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και γενικά, στα όρια που θέτει ο κατά τα
ανωτέρω οικονομικός και κοινωνικός σκοπός της.
Η υπέρβαση των ορίων αυτών συνιστά κατάχρηση
δικαιώματος (έτσι και 1471/2011ΕιρΑθ, 3177/2011 ΕιρΑθ) .
Εν προκειμένω, στην υπό κρίση αίτηση η
αντίδικος όρισε το δικαιοπρακτικό επιτόκιο σε ποσοστό
………… %κυμαινόμενο. Ωστόσο, στο συμβατικό αυτό επιτόκιο, η
αντίδικος συμπεριλαμβάνει και ενσωματώνει την εκάστοτε ισχύουσα εισφορά του
νόμου 128/1975, με την οποία η επιτοκιακή μου επιβάρυνση υπερβαίνει το ανώτατο
νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, όπως αυτό αναφέρεται
ανωτέρω. Μετά βεβαιότητας, το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο
των πιστωτικών μου προϊόντων. Η προσθήκη στο επιτόκιο της εισφοράς, λογιζόμενη
ως τόκος κατά την ΑΚ 293 και συνιστώσα υπέρβαση του θεμιτού ορίου επιφέρει
ακυρότητα σύμφωνα με την ΑΚ 294και αποτελεί αποδεδειγμένη τοκογλυφία, την οποία θέτω σε γνώση του Δικαστηρίου Σας.
12) Παραβίαση
μη αναφοράς ΣΕΠΠΕΗ οδηγία 87/102/ΕΟΚ του συμβουλίου της 22/12/1986 για τις
διατάξεις που διέπουν την καταναλωτική πίστη ,όπως τροποποιήθηκε από την
οδηγία 90/88/ΕΟΚ του συμβουλίου της 22/2/1990 και την οδηγία 98/7/ΕΚ του κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 16/2/1998 σε συμμόρφωση των οποίων
εκδόθηκε η ΚΥΑ των υπουργών δικαιοσύνης, εμπορίου και εθνικής οικονομίας και με αριθμό Φ1- 983/7.
21/3/91 η οποία τροποποιήθηκε από την Φ1-5353/14-2-1994
και την ΑΥΕθνΟικ ΑνΔικ Ζ1- 178/9-3-2001, σύμφωνα με τις
οποίες υποχρεούνται οι τράπεζες να αναφέρουν στις
συμβάσεις τους το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης (ΣΕΠΕ) για την
παράβαση της οποίας προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις στο άρθρο 55Γ του
καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδας (ΠΔΤΕ
2496/28-5-2002) και σε επίπεδο αστικού δικαίου επιφέρουν ακυρότητα της σύμβασης
κατά την ΑΚ 174 και εφαρμογή της ΑΚ 288.
Παρόλα
ταύτα για κανένα από τα πιστωτικά μου προϊόντα δεν ετέθη σε γνώση του
Δικαστηρίου Σας με την υπό κρίση αίτηση το ΣΕΠΠΕ, ώστε απεκρύβη από την αιτούσα
ουσιώδες στοιχείο των δανειακών συμβάσεων και
κατέστη η υπό κρίση αίτηση ανεπίδεκτη δικαστικής
εκτιμήσεως, ενόψει ελλείψεως των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν και διαμορφώνουν το ύψος των
απαιτήσεων της αιτούσας.
13) Προστασία
από τις διατάξεις του νόμου 2251/1994 (νόμος περί προστασίας του καταναλωτή).
Ειδικότερα και κατ’ εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών
87/102/ΕΟΚ όπου προβλέπεται ότι οι προστατευτικές για τον καταναλωτή
διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου αλλά και της υπ’ αριθμόν 2008/48/ΕΚ
κοινοτικής οδηγίας σύμφωνα με την οποία παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα
να απαιτεί σημείωση του προβλεπόμενου συνολικού κόστους της πίστωσης που έλαβε
αν εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις αλλά και της εγχώριας νομοθεσίας
περί προστασίας του καταναλωτή και λαμβανομένου υπόψη του
γεγονότος ότι εντάσσομαι στην έννοια του καταναλωτή,
αιτούμαι να αναγνωρισθεί ότι η υπό κρίση δανειακή σύμβαση, η εξ αυτής παραγόμενη
απαίτηση της αντιδίκου αλλά και η εισαγόμενη ενώπιον σας αίτηση για εγγραφή
προσημειώσεως υποθήκης σε ακίνητό μου, παραβιάζουν τις ως άνω διατάξεις
αναγκαστικού δικαίου και ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθούν και η αντίδικος
θα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής
μου δαπάνης και της αμοιβής του πληρεξουσίου μου
δικηγόρου. Σημειωτέο, τυγχάνει, εξάλλου και το γεγονός, ότι το ακίνητό μου, επί
του οποίου η αντίδικος αιτείται την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης αποτελεί την
κύρια κατοικία μου, η οποία προστατεύεται, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν
3869/2010.
14) Η
αόριστη αναφορά της αντιδίκου περί «άλλων χρεών»
ασφαλώς και δεν μπορεί αν αποτελέσει στοιχείο επαρκές,
προκειμένου να προσδιοριστεί ο κίνδυνος, τον οποίο δήθεν διατρέχει η απαίτησή
της. Οι μόνες απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται, εξάλλου στην υπό κρίση αίτηση,
είναι οι απαιτήσεις της αιτούσας και καμιά άλλη.
Ώστε,
ελλείψει του επικαλουμένου κινδύνου, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, τόσο όσον αφορά το
αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου Σας, όσο και καθ’ άπαν το
αιτητικό της, άμα τη εισαγωγή της στο ακροατήριο.
Για οποιαδήποτε κίνηση που έχει ως στόχο την
προστασία σας κατά ή έναντι των Τραπεζικών Επιχειρήσεων θεωρείται
φρόνιμο να συμβουλευτήτε τον νομικό σας σύμβουλο , ή εαν δεν έχετε
μπορείτε να απευθυνθήτε στους κατά τόπυς Φορέις ή Συλλογικότητες οι
οποίες εξειδικέυονται σε παρόμοια θέματα, είτε με την λογική μαζικών
αγωγών έιτε μεμονομένα .
lasfida
www.estetbroker.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου