Εκθεση της ΕΕ "καρφώνει" το Βερολίνο
του Peter Spiegel
Σαφή και στοχευμένη κριτική στο Βερολίνο ασκεί έκθεση της ΕΕ. Δεν έδωσε
χείρα βοηθείας θυσιάζοντας λίγο από το πλεόνασμά της. Η χαμένη ευκαιρία
των χαμηλών επιτοκίων. Η 24ωρη εξαφάνιση της έκθεσης από την ιστοσελίδα
της ΕΕ.
Τελικά, μήπως η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική στη Γερμανία έκανε
ακόμη πιο βαθιά την κρίση στην ευρωζώνη και δυσκόλεψε περισσότερο χώρες
που βρίσκονται σε πρόγραμμα στήριξης όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία;
Αυτό φαίνεται πως είναι το συμπέρασμα της έκθεσης από ανώτατο οικονομικό
αναλυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά τη
Δευτέρα, αλλά στη συνέχεια γρήγορα αποσύρθηκε για να επαναδημοσιευτεί
αργότερα.
Για ορισμένους δεν αποτελεί έκπληξη. Πολλοί οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η ταυτόχρονη λιτότητα που υιοθετείται σχεδόν από όλες τις χώρες της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης ωθεί την Ένωση σε πιο βαθιά ύφεση από ότι είχε προβλεφθεί, πλήττοντας ιδιαίτερα σκληρά την Ελλάδα και άλλες αδύναμες οικονομίες.
Όταν όμως, η άποψη αυτή διατυπώνεται από το διευθυντήριο οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της Κομισιόν – που ήταν συνυπεύθυνο για τη διαχείριση των προγραμμάτων στήριξης Ελλάδας και Πορτογαλίας ενώ επίσης παρέχει συμβουλές σχεδόν υποχρεωτικού χαρακτήρα σε άλλα κράτη της ευρωζώνης – η κριτική στο Βερολίνο είναι τουλάχιστον αιφνιδιαστική.
Στην έκθεση, που υπογράφει ο βετεράνος οικονομολόγος Jan in ‘t Veld, καθίσταται σαφές πως η άποψη του συντάκτη είναι ότι η Γερμανία είχε ευρεία δυνατότητα να δαπανήσει περισσότερα σε υποδομές και άλλες επενδύσεις κατά τα τρία τελευταία χρόνια, σημειώνοντας ότι είχε «μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο» από ότι πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης όπως επίσης και «ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού λόγω της φυγής κεφαλαίων προς τις ασφαλείς τοποθετήσεις».
Αντί όμως, να δαπανήσει για να δώσει ώθηση σε ανάπτυξη που θα μπορούσε να μεταφερθεί και στις καταπονημένες χώρες, οι οποίες «είχαν ελάχιστες επιλογές από τη σημαντική προσαρμογή στην οποία προχώρησαν», η Γερμανία αποφάσισε να μειώσει τις δαπάνες της, καθιστώντας πιο δύσκολο για Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία να αντιστρέψουν το κλίμα στις δικές τους οικονομίες.
"Ένας τρόπος για τις χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής να οδηγηθούν σε ανάπτυξη θα ήταν μέσω της ανάπτυξης στο εξωτερικό. Η προσαρμογή στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να στηριχθεί με ταυτόχρονες αλλαγές στις χώρες της ευρωζώνης που παρουσιάζουν μεγάλα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Παρόλα αυτά, η συμμετρία των δημοσιονομικών προσαρμογών σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης κατά τον ίδιο χρόνο εμπόδισε αυτή τη ρύθμιση, με τον αρνητικό αντίκτυπο από την προσαρμογή στη Γερμανία και άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης να επιδεινώνει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης στις ελλειμματικές χώρες. Αυτός ο αρνητικός αντίκτυπος κατέστησε την προσαρμογή στην περιφέρεια σκληρότερη με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρή η επιδείνωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προγράμματα".
Η έκθεση τονίζει ότι οι δαπάνες στη Γερμανία και άλλες υγιείς οικονομίες της ευρωζώνης δεν θα ήταν «η θαυματουργή λύση για τις ελλειμματικές χώρες» σημειώνοντας ότι τα βραχυπρόθεσμα κίνητρα δεν θα έφερναν το είδος της προσαρμογής που πολλές οικονομίες χρειάζονται. Παρόλα αυτά, η κριτική στο Βερολίνο είναι σαφής και στοχευμένη.
"Ο βαθμός της προσαρμογής στη Γερμανία και σε άλλες χώρες του πυρήνα βρισκόταν σε αντίθεση με το χρηματοοικονομικό χώρο που είχαν οι χώρες αυτές κατά την κρίση… Παρόλα αυτά, με την προσπάθεια δημοσιονομικής συγκέντρωσης, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν με την κατάργηση βασικών επενδύσεων σε υποδομές και την καθυστέρηση άλλων έργων. Αντιθέτως, θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευθεί τα χαμηλά επιτόκια για να χρηματοδοτήσουν αύξηση των δημοσίων επενδύσεων η οποία θα έπρεπε – ακόμη και εάν η χρηματοδότησή τους γινόταν μέσω δανεισμού – να αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις. Αυτό ισχύει για τη Γερμανία όπως και για άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης όπως η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Αυστρία που επλήγησαν από διπλή ύφεση και οι οποίες θα μπορούσαν να ευνοηθούν από αναπτυξιακά κίνητρα με παραγωγικές δαπάνες".
Μπορεί να μην είναι το απόλυτο mea culpa που παραδέχθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν είναι καν κριτική για τη λιτότητα που επιβλήθηκε στις χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής. Είναι όμως μία καλά διατυπωμένη κριτική για την οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο πιο σημαντικός παίκτης της ευρωζώνης στο αποκορύφωμα της κρίσης.
Λίγο μετά και αφότου οι συντάκτες των Financial Times ήρθαν σε επαφή με τις Βρυξέλλες, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τους ανακοίνωσαν πως η έκθεση θα ξαναδημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της Κομισιόν, όπως και έγινε.
Παρόλα αυτά, η εξαφάνιση της έκθεσης για μία ημέρα δείχνει ύποπτη δεδομένου του πόσο σκληρά είναι τα συμπεράσματά της.
Για ορισμένους δεν αποτελεί έκπληξη. Πολλοί οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η ταυτόχρονη λιτότητα που υιοθετείται σχεδόν από όλες τις χώρες της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης ωθεί την Ένωση σε πιο βαθιά ύφεση από ότι είχε προβλεφθεί, πλήττοντας ιδιαίτερα σκληρά την Ελλάδα και άλλες αδύναμες οικονομίες.
Όταν όμως, η άποψη αυτή διατυπώνεται από το διευθυντήριο οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της Κομισιόν – που ήταν συνυπεύθυνο για τη διαχείριση των προγραμμάτων στήριξης Ελλάδας και Πορτογαλίας ενώ επίσης παρέχει συμβουλές σχεδόν υποχρεωτικού χαρακτήρα σε άλλα κράτη της ευρωζώνης – η κριτική στο Βερολίνο είναι τουλάχιστον αιφνιδιαστική.
Στην έκθεση, που υπογράφει ο βετεράνος οικονομολόγος Jan in ‘t Veld, καθίσταται σαφές πως η άποψη του συντάκτη είναι ότι η Γερμανία είχε ευρεία δυνατότητα να δαπανήσει περισσότερα σε υποδομές και άλλες επενδύσεις κατά τα τρία τελευταία χρόνια, σημειώνοντας ότι είχε «μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο» από ότι πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης όπως επίσης και «ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού λόγω της φυγής κεφαλαίων προς τις ασφαλείς τοποθετήσεις».
Αντί όμως, να δαπανήσει για να δώσει ώθηση σε ανάπτυξη που θα μπορούσε να μεταφερθεί και στις καταπονημένες χώρες, οι οποίες «είχαν ελάχιστες επιλογές από τη σημαντική προσαρμογή στην οποία προχώρησαν», η Γερμανία αποφάσισε να μειώσει τις δαπάνες της, καθιστώντας πιο δύσκολο για Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία να αντιστρέψουν το κλίμα στις δικές τους οικονομίες.
"Ένας τρόπος για τις χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής να οδηγηθούν σε ανάπτυξη θα ήταν μέσω της ανάπτυξης στο εξωτερικό. Η προσαρμογή στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να στηριχθεί με ταυτόχρονες αλλαγές στις χώρες της ευρωζώνης που παρουσιάζουν μεγάλα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Παρόλα αυτά, η συμμετρία των δημοσιονομικών προσαρμογών σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης κατά τον ίδιο χρόνο εμπόδισε αυτή τη ρύθμιση, με τον αρνητικό αντίκτυπο από την προσαρμογή στη Γερμανία και άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης να επιδεινώνει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης στις ελλειμματικές χώρες. Αυτός ο αρνητικός αντίκτυπος κατέστησε την προσαρμογή στην περιφέρεια σκληρότερη με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρή η επιδείνωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προγράμματα".
Η έκθεση τονίζει ότι οι δαπάνες στη Γερμανία και άλλες υγιείς οικονομίες της ευρωζώνης δεν θα ήταν «η θαυματουργή λύση για τις ελλειμματικές χώρες» σημειώνοντας ότι τα βραχυπρόθεσμα κίνητρα δεν θα έφερναν το είδος της προσαρμογής που πολλές οικονομίες χρειάζονται. Παρόλα αυτά, η κριτική στο Βερολίνο είναι σαφής και στοχευμένη.
"Ο βαθμός της προσαρμογής στη Γερμανία και σε άλλες χώρες του πυρήνα βρισκόταν σε αντίθεση με το χρηματοοικονομικό χώρο που είχαν οι χώρες αυτές κατά την κρίση… Παρόλα αυτά, με την προσπάθεια δημοσιονομικής συγκέντρωσης, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν με την κατάργηση βασικών επενδύσεων σε υποδομές και την καθυστέρηση άλλων έργων. Αντιθέτως, θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευθεί τα χαμηλά επιτόκια για να χρηματοδοτήσουν αύξηση των δημοσίων επενδύσεων η οποία θα έπρεπε – ακόμη και εάν η χρηματοδότησή τους γινόταν μέσω δανεισμού – να αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις. Αυτό ισχύει για τη Γερμανία όπως και για άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης όπως η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Αυστρία που επλήγησαν από διπλή ύφεση και οι οποίες θα μπορούσαν να ευνοηθούν από αναπτυξιακά κίνητρα με παραγωγικές δαπάνες".
Μπορεί να μην είναι το απόλυτο mea culpa που παραδέχθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν είναι καν κριτική για τη λιτότητα που επιβλήθηκε στις χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής. Είναι όμως μία καλά διατυπωμένη κριτική για την οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο πιο σημαντικός παίκτης της ευρωζώνης στο αποκορύφωμα της κρίσης.
Το σήριαλ της δημοσίευσης
Η έκθεση δημοσιεύθηκε αρχικά τη Δευτέρα, αλλά γρήγορα στη συνέχεια αποσύρθηκε. Βγήκε στο φως χάρης το Νίκο Χρυσολωρά, τον ανταποκριτή της Καθημερινής στις Βρυξέλλες, ο οποίος πρόλαβε να την «κατεβάσει» και να καταγράψει τα συμπεράσματά της προτού εξαφανιστεί. Έδωσε ένα αντίγραφο και στο Brussels Blog των Financial Times.Λίγο μετά και αφότου οι συντάκτες των Financial Times ήρθαν σε επαφή με τις Βρυξέλλες, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τους ανακοίνωσαν πως η έκθεση θα ξαναδημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της Κομισιόν, όπως και έγινε.
Παρόλα αυτά, η εξαφάνιση της έκθεσης για μία ημέρα δείχνει ύποπτη δεδομένου του πόσο σκληρά είναι τα συμπεράσματά της.
www.estetbroker.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου